- πεμπτάμερος
- πεμπτάμερος ,1 on the fifth day v. πεμπάμερος.]
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πεμπτάμερος — ον, Α βλ. πενθήμερος … Dictionary of Greek
πενθήμερος — και πενταήμερος, η, ο / πενθήμερος και πεμπάμερος και πεμπτάμερος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί πέντε ημέρες 2. φρ. «κατά πενθήμερο(ν)» κάθε πέντε μέρες ή μια φορά κάθε πέντε μέρες νεοελλ. το πενθήμερο α) χρονικό διάστημα πέντε ημερών β) (κατ… … Dictionary of Greek